ἀντιπράττω

ἀντιπράττω
ἀντιπράσσω
act against
pres subj act 1st sg (attic)
ἀντιπράσσω
act against
pres ind act 1st sg (attic doric aeolic)
ἀντιπρά̱ττω , ἀντιπράσσω
act against
pres subj act 1st sg (attic)
ἀντιπρά̱ττω , ἀντιπράσσω
act against
pres ind act 1st sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εναντιοπραγώ — ἐναντιοπραγῶ ( έω) (Α) πράττω τα αντίθετα, αντιδρώ, αντιπράττω …   Dictionary of Greek

  • καταπολεμώ — (AM καταπολεμώ, έω) 1. κατανικώ 2. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου νεοελλ. μτφ. 1. αγωνίζομαι να καταστείλω ή να εξαλείψω κάτι («δεν μπορούν να καταπολεμήσουν την ακρίδα») 2. αντιπράττω, αντιπολιτεύομαι («αν και ήμουν φίλος σου εσύ μέ καταπολεμάς») …   Dictionary of Greek

  • καταστρατηγώ — (AM καταστρατηγῶ, έω) νικώ με στρατήγημα ή τέχνασμα, επικρατώ με δόλο, καταπολεμώ νεοελλ. μτφ. παραβιάζω δολίως νόμο, συμφωνία κ.λπ., παραβαίνω, αθετώ, καταπατώ, αναιρώ αρχ. 1. μτφ. απατώ, εξαπατώ 2. αντιδρώ με τέχνασμα, αντιπράττω με στρατήγημα …   Dictionary of Greek

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

  • αντιδρώ — ασα, ενεργώ εναντίον των ενεργειών άλλου, αντιπράττω: Οι υπάλληλοι θα αντιδράσουν στην καθιέρωση αυξημένου ωραρίου εργασίας των καταστημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιπολιτεύομαι — εύτηκα, ανταγωνίζομαι πολιτικά ή κομματικά κάποιον, αντιπράττω: Στις εκλογές εκείνες τον αντιπολιτεύονταν και μερικοί συγγενείς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”