εναντιοπραγώ — ἐναντιοπραγῶ ( έω) (Α) πράττω τα αντίθετα, αντιδρώ, αντιπράττω … Dictionary of Greek
καταπολεμώ — (AM καταπολεμώ, έω) 1. κατανικώ 2. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου νεοελλ. μτφ. 1. αγωνίζομαι να καταστείλω ή να εξαλείψω κάτι («δεν μπορούν να καταπολεμήσουν την ακρίδα») 2. αντιπράττω, αντιπολιτεύομαι («αν και ήμουν φίλος σου εσύ μέ καταπολεμάς») … Dictionary of Greek
καταστρατηγώ — (AM καταστρατηγῶ, έω) νικώ με στρατήγημα ή τέχνασμα, επικρατώ με δόλο, καταπολεμώ νεοελλ. μτφ. παραβιάζω δολίως νόμο, συμφωνία κ.λπ., παραβαίνω, αθετώ, καταπατώ, αναιρώ αρχ. 1. μτφ. απατώ, εξαπατώ 2. αντιδρώ με τέχνασμα, αντιπράττω με στρατήγημα … Dictionary of Greek
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
αντιδρώ — ασα, ενεργώ εναντίον των ενεργειών άλλου, αντιπράττω: Οι υπάλληλοι θα αντιδράσουν στην καθιέρωση αυξημένου ωραρίου εργασίας των καταστημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιπολιτεύομαι — εύτηκα, ανταγωνίζομαι πολιτικά ή κομματικά κάποιον, αντιπράττω: Στις εκλογές εκείνες τον αντιπολιτεύονταν και μερικοί συγγενείς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)